παραβαραίνω

παραβαραίνω
παραβαρύνω (αόρ. (ε)παραβάρυνα) 1. μετ.
1) слишком нагружать, перегружать; 2) перен. обременять, отягощать; 2. αμετ. отяжелеть, стать тяжёлым на подъём

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "παραβαραίνω" в других словарях:

  • παραβαραίνω — βλ. παραβαρύνω …   Dictionary of Greek

  • καταβαρύνω — και καταβαραίνω (Α καταβαρύνω) (κυριολ. και μτφ.) καταβάλλω με το βάρος, καταπονώ, επιβαρύνω («η κυβέρνηση καταβάρυνε τον λαό με φορολογίες») νεοελλ. 1. υφίσταμαι υπερβολικό βάρος 2. (κυριολ. και μτφ.) γίνομαι πάρα πολύ βαρύς, βαραίνω υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • παραβάρεμα — το [παραβαραίνω] 1. παραφόρτωμα, υπερφόρτωση 2. υπερβολική αύξηση σε όγκο και σε βάρος …   Dictionary of Greek

  • παραβαρύνω — και παραβαραίνω 1. βαραίνω, φορτώνω κάτι πάρα πολύ, παραφορτώνω 2. προκαλώ μεγάλη ενόχληση σε κάποιον 3. (αμτβ.) α) αυξάνομαι υπερβολικά σε βάρος β) γίνομαι δυσκίνητος ή καταπέφτω …   Dictionary of Greek

  • καταβαρύνω — και καταβαραίνω καταβάρυνα και καταβάραινα 1. επιβαρύνω κάποιον πολύ: Η κυβέρνηση καταβάρυνε το λαό με φορολογίες. 2. γίνομαι πολύ δυσκίνητος, παραβαραίνω, πάω στο χειρότερο: Μέρα με τη μέρα καταβαραίνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραβαρύνω — και παραβαραίνω παραβάρυνα 1. μτβ., παραφορτώνω, και μτφ. ενοχλώ, κουράζω: Μην παραβαραίνεις το στομάχι σου μετά την εγχείρηση. 2. αμτβ., αυξάνει το βάρος μου, γίνομαι δυσκίνητος: Ο παππούς παραβάρυνε τα τελευταία χρόνια και δε βγαίνει έξω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»